- κακοσύνθετος
- κακοσύνθετοςill-composedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοσύνθετος — η, ο (Α κακοσύνθετος, ον) 1. (για ρητ. λόγους) αυτός που έχει συντεθεί άσχημα («κακοσύνθετα ἔπη», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει τεθεί ή συναρμολογηθεί άσχημα … Dictionary of Greek
κακοσυνθέτως — κακοσύνθετος ill composed adverbial κακοσύνθετος ill composed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσύνθετον — κακοσύνθετος ill composed masc/fem acc sg κακοσύνθετος ill composed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσυνθέτῳ — κακοσύνθετος ill composed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσύνθετα — κακοσύνθετος ill composed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)